- πυριχρως
- πυρίχρωςπῠρί-χρως-ωτος adj. огненно-красный
π. τέν ὄψιν Alcidamas ap. Arst. — багроволикий
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
π. τέν ὄψιν Alcidamas ap. Arst. — багроволикий
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πυρίχρως — ωτος, ὁ, ἡ, ΜΑ, και πυρόχρως, πύρωχρων, Μ αυτός που έχει το χρώμα τής φωτιάς, πυρώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι / πυρο (βλ. λ. πυρ) χρως (< χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. μολυβδό χρως] … Dictionary of Greek
πυρίχρους — και πυρόχρους, ουν, και πυρίχροος, οον, Α πυρίχρως*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + χρους / χροος (< χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. μολυβδό χρους] … Dictionary of Greek
πυρόχρως — πύροχρων, Μ βλ. πυρίχρως … Dictionary of Greek